Η Σμύρνη με την Ευαγγελική Σχολή και τα σπουδαία εκπαιδευτικά ιδρύματα, με τα νοσοκομεία, τα άσυλα, την κοινωνική πρόνοια, τους συλλόγους, τις λέσχες, την καλή κοινωνία, η λαμπερή πόλη του πνεύματος, του πλούτου και του ευπρεπούς μεροκάματου, με τον απελευθερωτικό στρατό και τις δεκάξι ορθόδοξες εκκλησίες, έκανε όνειρα στις αρχές του μοιραίου έτους 1922.
Κανείς δεν φανταζόταν αυτό που θα ακολουθούσε, ήταν τόσο ήρεμη η ζωή, τόσο απαστραπτούσα η ευζωία,πλούσια τα αγαθά, που δεν έβλεπε τους οιωνούς, παραφράζε την πολιτική και παράβλεπε την ιστορία. Η τελευταία θέα της δύσμοιρης πόλης ήταν τεράστια σύννεφα καπνού που όλο και μεγάλωναν και κατέβαιναν προς τον λιμάνι. Μία στενή λωρίδα παραλίας ήταν κατειλημμένη από μία μεγάλη μάζα ανθρώπων, ένα πλήθος που ολοένα μεγάλωνε έχοντας πίσω του τη φωτιά στη θάλασσα. Δύο αγκυροβολημένα πλοία σε μικρή απόσταση από την προκυμαία παρακολουθούσαν αδιάφορα αυτό που ιστορικοί και αρχαιολόγοι δήλωσαν ότι δεν γνωρίζουν κάποιο γεγονός στα χρονικά του κόσμου που να έχει συντελεστεί με τόση αγριότητα και η μόνη ανάλογη σύγκριση του σαν γεγονότος ήταν με τη καταστροφή της Καρχηδόνας από τους Ρωμαίους. Σχετικά με τη θηριωδία της Σμύρνης, την ακολασία, τη σκληρότητα καθόλη τη διάρκεια του δράματος με τους Τούρκους να ληστεύουν και να βιάζουν με όλη τη μανία του ανθρώπινου πάθους το οποίο εξαιτίας της ολοκληρωτικής αναπτύξεως του κατεβάζει το ανθρώπινο γένος σε επίπεδο χαμηλότερο και από του σκληρότερου κτήνους, το πιο δυνατό συναίσθημα που έπαιρνες μαζί σου από τη Σμύρνη ήταν της ντροπής του να ανήκεις στο ανθρώπινο γένος.
Από όλες τις μικρές οι μεγάλες Πολιτείες της Ανατολικής Θράκης του Πόντου και της Μικράς Ασίας που χάθηκαν το 1922 η Σμύρνη έγινε το σύμβολο της Μεγάλης καταστροφής του θανάτου αθώων ψυχών, της αναλγησίας ξένων Δυνάμεων, σύμβολο αλλά και όριο φυσικό και ανυπέρβλητο για όσους βρέθηκαν κυνηγημένοι από τη φωτιά και τους Τούρκους στην ακτή μπροστά στο Αιγαίο. Γιατί το μίσος που χωρίζει τους λαούς, τη παράλογη βία,αλλά και τη πίστη στον άνθρωπο,η καταστροφή της Σμύρνης φαίνεται να το αποδίδει συνεκδοχικά με υπερβολικό το μέγεθος της απώλειας του ανθρωπισμού. εν ήταν ένα απλό θανατικό άλλα βασανιστήρια βιασμοί,σωματική και ψυχική κατάπτωση των θυμάτων, μια κτηνώδης βαρβαρότητα των διωκτών που κάνουν τον μικρασιάτη στη διάρκεια αυτού του διωγμού αλλά και αργότερα ως πρόσφυγα να βάλλεται κυρίως ως ένα σώμα σε οδύνη το οποίο πασχίζει να γιατρέψει τις πληγές του και να καλύψει τη γύμνια του. Στις 26 Αυγούστου του 1922 η Ελλάδα είχε πλέον εγκαταλείψει τη Σμύρνη. Οι δυστυχισμένοι κάτοικοί της αναζήτησαν καταφύγιο στο προαύλιο της Αγίας Φωτεινής κοντά στον Μητροπολίτη τους Χρυσόστομο, όταν στις 27 Αυγούστου οι πρώτοι Τσέτες μπήκαν στην Πόλη και βιαιοπράγησαν κατά των Χριστιανών που είχαν αφήσει πίσω τους τα φλεγόμενα σπίτια τους. Επί ώρες και ημέρες στέκονταν στην προκυμαία γυναίκες, άνδρες και παιδιά κραυγάζοντας και εκλιπαρώντας να φύγουν, ενώ τα πρώτα μηνύματα της καταστροφής έρχονταν με την οπισθοχώρηση του στρατού. Αξιωματικοί στον δρόμο ξήλωναν και πετούσαν τα γαλόνια και τα παράσημά τους, παντού ακούγονταν θρήνοι και δυνατά βουητά. Μπουλούκια γυναικών που έρχονταν από το Κορδελιό, σπρώχνοντας η μία την άλλη, τραβούσαν κατά τους ψηλούς βράχους, στα Πετρωτά, πηδούσαν και χάνονταν μες στη θάλασσα, πολλές από αυτές κρατούσαν αγκαλιά και τα μωράκια τους, την ώρα που πάνω από τα κεφάλια τους στέκονταν Τσέτες, έτοιμοι να τις ντροπιάσουν. Σαν να ήθελαν να χαθούν. Τις νύχτες οι Τούρκοι συναντιόνταν κρυφά και έκαναν επίθεση στα κορίτσια, που συχνά μασκαρεύονταν γριές, για να μην τις πλησιάσουν ή κρύβονταν ακόμα και μες στα μνήματα. Την ώρα που τους επιτίθονταν ακούγονταν φωνές, τα καράβια έριχναν τους προβολείς και αυτό τους έκανε να σταματούν προσωρινά. Η θάλασσα είχε γεμίσει κορμιά που επέπλεαν στην επιφάνειά της, εκείνες τις μέρες που η φωτιά αποτέφρωσε τέσσερα εκατομμύρια στρέμματα, πενήντα πέντε χιλιάδες σπίτια και πέντε χιλιάδες καταστήματα, όλους τους ορθόδοξους ναούς της πόλης, τα σχολεία και τα ιδρύματα. Ο πληθυσμός όμως, παρά το βαρύ φορτίο αίματος, δεν χάθηκε, μόνον προσφύγεψε, οπλισμένος με υπομονή και κουράγιο, ξαναδημιούργησε τη ζωή του στην Ελλάδα και σε κάθε γωνιά του κόσμου.
Σήμερα οι απόγονοι της ηρωικής εκείνης γενιάς διατηρούν ακόμα στην καρδιά και στο μυαλό τους άσβεστη τη μνήμη της κοσμοπολίτισσας πόλης. Η Σμύρνη σήμερα αποτελεί το ευρωπαϊκό πρόσωπο της Τουρκίας κι αυτό οφείλεται όχι μόνο σε αυτονόητους γεωγραφικούς λόγους που συνδέονται με τη θέση της στο δυτικό μέτωπο της Μικρασιατικής Χερσονήσου. Από όλες τις μεγάλες μητροπολιτικές περιοχές της χώρας, εκεί είναι λιγότερο ορατές οι συμπεριφορικές εκδηλώσεις του ισλαμικού κινήματος. Ωστόσο, παρά αυτόν τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα, σχεδόν τίποτα στη σημερινή Σμύρνη δεν ανακαλεί κάτι από το κοσμοπολίτικο παρελθόν της, από την κοσμική αύρα του 19ου και του πρώιμου 20ού αιώνα που συνάρπασε τη φαντασία τόσων ευαίσθητων παρατηρητών και λογοτεχνών. Η υποβλητικότητά της, η Σμύρνη του μύθου και του ονείρου, συναντά στη φαντασία του οδοιπόρου την εικόνα των μεγάλων λιμανιών της Μεσογείου με τις φωτισμένες προκυμαίες και την αμφιθεατρική διάταξη των οικιστικών συνόλων στους γύρω λόφους όπως η Μασσαλία, η Θεσσαλονίκη, η Αλεξάνδρεια.
Ενώ στον κόσμο των μητροπόλεων της Μεσογείου ο κοσμοπολιτισμός της Σμύρνης των Ελλήνων καταποντίστηκε τραγικά στον βαθύ κόλπο του λιμένα της το 1922, η σταθερή και αμετάκλητη γεωγραφική παράμετρος με το βάρος της φυσικής νομοτέλειας αναιρεί την ιστορία, έστω κι αν η Σμύρνη δεν έχει συνέλθει ποτέ από αυτήν την καταστροφή. Είναι στη φύση του Ελληνα από αρχαιοτάτων χρόνων να δημιουργεί πολιτισμούς. Από τότε που βρέθηκαν οι Έλληνες στη Μικρά Ασία, τη Θράκη και τον Πόντο, αυτό που επιδίωξαν δεν ήταν η καταστροφή του άλλου και η λεηλασία του πλούτου του,αλλά η ειρηνική συμβίωση και συνύπαρξη, η συνεννόηση μεταξύ των Ελλήνων αποίκων και των αυτόχθονων λαών της Ανατολίας. Ήταν δυνατόν να διατηρηθεί η κατάσταση στην Σμύρνη την εποχή των εθνογενέσεων, όπου σε ένα καθαρά εχθρικό περιβάλλον οι Έλληνες ήθελαν να εξουσιάζουν και να ονειρεύονται τη Μεγάλη Ιδέα.Μήπως η ανταλλαγή πληθυσμών έπρεπε να γίνει χωρίς πόλεμο;Μήπως η απόφαση του Βενιζέλου να εισβάλλει στη Μ. Ασία ήταν θεόσταλτο δώρο για τους Τούρκους να λύσουν με τον πιο συμφέροντα γι αυτούς τρόπο το θέμα των μειονοτήτων στη χώρα τους;Πίστεψαν οι Έλληνες ότι θα εξαφάνιζαν τους Τούρκους μέσα στην ίδια την πατρίδα τους;Η εμπειρία του Διωγμού βρήκε τη θέση της στον τρόπο που νοηματοδοτούνταν η Καταστροφή, η οποία σταδιακά εντάχθηκε στο εθνικό αφήγημα,αναδείχθηκε σε έναν από τους κεντρικούς τόπους μνήμης,αλλά είναι πολλές οι αναπάντητες ερωτήσεις.Ήταν ένας πόλεμος με πολλά δεινά κι από τις δυο πλευρές;Η μαρτυρία ενός τσολιά από τη Βοιωτία που μετείχε στην εκκαθάριση ηχεί σοκαριστικά. Οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών και των παιδιών δεν παύουν μέρα νύχτα. Όλο το δάσος, και ιδίως τα πιο κλειστά μέρη, είναι γεμάτα κόσμο και ρουχισμό. Κάθε γυναίκα, κάθε παιδί και κάθε αδύνατο μέρος είναι στη διάθεση του κάθε Έλληνα στρατιώτη. Δεν έχουν τελειωμό οι διηγήσεις των φαντάρων τι είδανε και τι κάνανε σ' αυτό το διάστημα.Συνάντησαν, λένε, ολόκληρες οικογένειες, πολλές γυναίκες, όμορφες κι άσκημες. Άλλες κλαίγανε, άλλες θρηνούσαν τον άντρα τους, την τιμή τους. Αυτό που συνέβη τη δεκαετία 1912-1922 θυμίζει αρχαία τραγωδία.Οι ήρωες, εγκλωβισμένοι σε έναν συνδυασμό συγκυριών, αποφάσεων και τυχαίων γεγονότων, οδηγούνται να απεργάζονται οι ίδιοι εν αγνοία τους την καταστροφή τους.Το κουβάρι είναι γεμάτο κόμπους που δεν λύνονται εύκολα.Τα παρελθόντα κι άλλων τόπων δεν είναι απαλλαγμένα από τέτοιου είδους διχασμούς.Το απελευθερωμένο έδαφος του ενός γίνεται η χαμένη πατρίδα του άλλου.Ο εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας του ενός γίνεται η προδοσία του άλλου.Όταν οι ήρωες πρωταγωνιστούν σε τραγωδίες, η τραγωδία συνίσταται και στο ότι οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν.Η μόνη διέξοδος είναι η συνειδητοποίηση αυτής της εύθραυστης συνθήκης στο παρόν και η προσπάθεια δικαίωσης των τότε ξεριζωμένων μέσω της ανάδειξης αυτών που πέρασαν.
Comments