Οι πρόσφυγες του 1922, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν πήραν τίποτα από τα υπάρχοντά τους εκτός από τη μνήμη τους. Η μνήμη της ζωής και των ανθρώπων που είχαν χάσει αποτέλεσε τη βάση πάνω στην οποία έχτισαν τη ζωή τους στους νέους τόπους εγκατάστασης. Οι προφορικές αφηγήσεις των παλαιότερων μετέδωσαν στους νεότερους μια ολοζώντανη εικόνα για τόπους που δεν είχαν δει ποτέ, για έναν τρόπο ζωής που είχε χαθεί και για μια άλλη εποχή που δεν υπήρχε παρά ως τόπος στη μνήμη. Γι' αυτό τόσο συχνά οι επισκέψεις των προσφύγων της πρώτης γενιάς που επιστρέφουν στη μικρασιατική ιδιαίτερη πατρίδα τους και των απογόνων τους που τη βλέπουν για πρώτη φορά δημιουργούν ένα αίσθημα απογοήτευσης, ενώ η συγκίνηση γεννιέται όταν τα σημάδια του τόπου επιτρέπουν στους επισκέπτες να ταυτίσουν τον σύγχρονο κοινωνικό χώρο με τον χώρο που οι αφηγήσεις έχουν δημιουργήσει στη φαντασία τους. Προερχόμενοι από τόπους με μακραίωνη πολιτισμική παράδοση, μετέφεραν στη νέα τους πατρίδα τον πολιτισμό τους. Η μουσική τους επηρέασε τα λαϊκά στρώματα, παρέχοντας νέους τρόπους έκφρασης. Ο μικρασιατικός αστικός πληθυσμός, προστιθέμενος στον ελληνικό αστικό πληθυσμό, καθόρισε τη σύζευξη του σμυρνέικου με το ρεμπέτικο τραγούδι. Η μουσική ορχήστρα εμπλουτίστηκε με τον μπαγλαμά, τα σάζια, τους ταμπουράδες, το βιολί, το ούτι, το κανονάκι. Προερχόμενοι οι Μικρασιάτες από περιοχές στις οποίες λειτουργούσαν σημαντικά εκπαιδευτικά ιδρύματα και εκτεταμένο σχολικό δίκτυο, με τον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα τους, αναζωογόνησαν το ελλαδικό πολιτισμικό τοπίο με νέες αντιλήψεις και πολιτισμικές αξίες. Το 1922 θεωρείται σημαντικός σταθμός για τη λογοτεχνία. Πέραν της μουσικής και της λογοτεχνίας ο χορός, η διατροφή, η ενδυμασία και τα κοινωνικά έθιμα εμπλούτισαν την ελληνική παράδοση, παράγοντας νέα ρεύματα στις λαογραφικές μελέτες. Η Μικρά Ασία αποτέλεσε την πατρίδα λογοτεχνών, οι οποίοι, εμπνευσμένοι από την αποτρόπαια εκδίωξή του γένους τους, έγραψαν λογοτεχνικά αριστουργήματα που εκφράζουν τα ιστορικά γεγονότα, αλλά και το συναισθηματικό φορτίο τους. Οι άντρες που φωτογραφίζονταν στη Σμύρνη είναι καλοντυμένοι, σοβαροί συχνά με παπιγιόν ή γραβάτα, με λουλούδι ή μαντιλάκι στο πέτο δείγματα ευημερίας και ξένοιαστων ημερών. Άλλοι είναι ασκεπείς και άλλοι με καπέλο ή με ανατολίτικο σκούφο. Κάποιοι φορούν ρούχα στρατιωτικά. Οι γυναίκες στις φωτογραφίες είναι όμορφες, με στολίδια, με ωραία, μοντέρνα φορέματα και παπούτσια ψηλοτάκουνα σύμφωνα με τη μόδα και τον κοσμοπολίτικο αέρα που χαρακτήριζε την περιοχή. Άλλες είναι ντυμένες με παραδοσιακές στολές. Φωτογραφίζονται στο σπίτι τους ή σε άλλους κλειστούς χώρους, καθισμένες σε κομψά καθίσματα με φόντο λουλούδια, ακουμπισμένες με χάρη πάνω σε σκαλιστές ανθοστήλες. Τα αγόρια είναι καλοχτενισμένα και τα κορίτσια έχουν λευκούς φιόγκους στα μαλλιά. Στις φωτογραφίες τις τραβηγμένες στον νέο τόπο, οι πρόσφυγες απεικονίζονται στις οικοδομές που θα γίνονταν τα νέα σπιτικά τους, στις αυλές των προσφυγικών, στους χώρους της δουλειάς, στο καφενείο, στον δρόμο παρέα με τους νέους τους γείτονες. Τα κουστούμια και τα ακριβά φορέματα έχουν αντικατασταθεί από ρούχα εξίσου προσεγμένα, αλλά πιο καθημερινά που φανερώνουν τον μόχθο για την επιβίωση. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες έχουν γεράσει έχοντας θλίψη στη ματιά. Περιμένοντας μάταια ότι θα καταφέρουν να δουν ξανά τον γενέθλιο τόπο. Αυτή η αξεχώριστη χρονική ενότητά τους θα τους σημαδεύει όλη τους τη ζωή. Προχωρούν με το κεφάλι στραμμένο στα αλλοτινά χρόνια. Συχνά στα οικογενειακά βιβλιάρια των προσφύγων στη θέση του ονόματος του αρχηγού της οικογένειας είναι ένα γυναικείο όνομα, μια γυναίκα που φωτογραφίζεται πλαισιωμένη από τα παιδιά της, χωρίς τον άντρα της, που χάθηκε. Το κράτος δεν κατάφερε να βοηθήσει επαρκώς τους πρόσφυγες και η ανεπάρκεια αυτή καλυπτόταν με την καλλιέργεια της ελπίδας ότι γρήγορα θα γυρίσουν στον τόπο τους, ότι όλα ήταν προσωρινά. Και εκείνοι το πίστευαν. Η επιστροφή έγινε το όνειρο των εκπατρισμένων που δεν ήθελαν να αποδεχτούν το γεγονός του διά παντός ξεριζωμού τους. Κατάφεραν με τη σκληρή δουλειά τους, την αποφασιστικότητα τους και τη θέλησή τους να μη σκύψουν το κεφάλι. Σιδερένια αντοχή, υπομονή, μεγάλη επιθυμία για ζωή στα βασανισμένα τους πρόσωπα, αποφασισμένοι να επιβιώσουν. Δίπλα στα γλέντια, τις εκδρομές, το κέφι των γονέων, μια νέα γενιά παιδιών γεννιέται και μεγαλώνει στην Ελλάδα. Το υπερήφανο βλέμμα ανακτάται και πάλι και δεν κρύβει την πικρία για όσα πέρασαν διαφαίνεται η δύναμή του. Οι άντρες κοιτούν με θάρρος τον φακό και οι γυναίκες ποζάρουν χαμογελώντας. Οι Μικρασιάτες στις πατρίδες τους ζούσαν ανάμεσα σε λείψανα Αγίων και νεομαρτύρων και στα σπίτια τους διαφύλατταν τις θαυματουργές εικόνες. Μετά από ταλαιπωρίες κατόρθωσαν να φέρουν στη νέα πατρίδα τα ιερά τους κειμήλια αφήνοντας πίσω όλα τα άλλα υπάρχοντά τους. Ο παπάς έψελνε «Δεύτε τελευταίον ασπασμόν», όταν ετοιμοθάνατοι έφευγαν από το χωριό χωρίς να ξέρουν αν θα ζήσουν, εάν θα φτάσουν στην Ελλάδα. Οι κοινότητες ήταν οργανωμένες με κέντρο τον ενοριακό ναό και τον ιερέα, ενταγμένες στην ορθοδοξία για αιώνες. Οι επαναστάσεις των βαλκανικών λαών προξένησαν ρήγματα που σταδιακά ταυτίστηκαν με τον ελληνισμό, αφού βαθμιαία οι τοπικές εξουσίες των ορθοδόξων γίνονται φορείς της Ελληνικής εθνικής ιδεολογίας και πολλοί αρχιερείς αναδεικνύονται σε εθνικούς ηγέτες. Το θρήσκευμα άλλωστε αποτέλεσε το κριτήριο για την εκδίωξή τους. Αυτή η επίγνωση έγινε εντονότερη κατά την εφαρμογή της σύμβασης της Λωζάνης. Επιπλέον οι άσχημες συνθήκες φυγής τους, όπως και η μετέπειτα ζωή τους, σίγουρα ενίσχυσαν τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις καθώς τους έκαναν να συνειδητοποιήσουν πόσο ευτελής είναι η ανθρώπινη φύση. Όταν έφταναν στην Ελλάδα πρόσφυγες πια, έφτιαχναν αμέσως μία εκκλησία ακόμα και μέσα σε ένα αντίσκηνο ή κοίταζαν να συγκεντρώσουν χρήματα για να χτίσουν μία. Για τους πρόσφυγες η εκκλησία έδινε υλική υπόσταση στη ζωή της κοινότητας, όχι μόνο με την πνευματική αλλά με την κοινωνική έννοια. Ήταν σημείο προσανατολισμού όπου μπορούσαν να εκφραστούν και να δημιουργήσουν συγκεκριμένους δεσμούς με την παλιά τους ζωή. Οι εικόνες είχαν διασωθεί από ενοριακούς ναούς και σπίτια. Τα βράδια η μυρωδιά του λιβανιού γέμιζε τους δρόμους καθώς οι νοικοκυρές θυμιάτιζαν τα σπίτια και τις αυλές τους η άναβαν το καντήλι που κρέμονταν μπροστά από τις εικόνες. Η Κυριακή ήταν αφιερωμένη στις κοινωνικές συναναστροφές, στη σχόλη, οι γυναίκες απέφευγαν τις δουλειές του νοικοκυριού και έστελναν το μεσημεριανό φαγητό στον φούρνο της γειτονιάς μέσα σε μεγάλα ταψιά, αφιερώνοντας χρόνο στην ψυχαγωγία και στις κοινωνικές επαφές. Ήταν η μέρα που ολόκληρη η οικογένεια επισκεπτόταν την ενορία, τους συγγενείς ή τους κουμπάρους, πήγαινε στο ζαχαροπλαστείο για παγωτό και γλυκό. Οι νεαρές γυναίκες κεντούσαν και μιλούσαν, κεντούσαν και ονειρεύονταν. Κεντούσαν τη ζωή που παρέλαβαν από παλιά και αυτή που ίσως ποτέ δεν θα γνώριζαν. Τα ταξίδια του νου και τα όνειρά τους με τη βελόνα πάνω στον καμβά στο λινό, στη βατίστα τα έκαναν θαυμάσια σχέδια, σχεδίαζαν τη ζωή πάνω στο πανί σαν ένα μυθιστόρημα. Αυτούς τους θησαυρούς, τα προικιά από λευκά σεντόνια μαξιλάρια και κολλαριστά τραπεζομάντιλα τα φύλαγαν μέσα στα μπαούλα από την εποχή που τα κορίτσια του σπιτιού ήταν ακόμα μικρά, για να τα βγάλουν και να τα εκθέσουν σε κοινή θέα, λίγο πριν από την ημέρα του γάμου τους. Όσα πιο πολλά προικιά είχε η μελλόνυμφη υφασμένα, με όσο πιο σπάνια η ασυνήθιστα ή περίτεχνα σχέδια, τόσο πιο πλούσια καλομαθημένη και χρυσοχέρα τη θεωρούσαν. Αυτονόητο ότι η ζωή στην πόλη είναι μοντέρνα και αποκλείεται το παραδοσιακό στοιχείο. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, αστική ζωή σημαίνει απομάκρυνση από την εκκλησία, αποξένωση των ατόμων και κατακερματισμό των κοινωνικών θεσμών. Κανένα όμως από αυτά τα γνωρίσματα δεν ισχύει στην περίπτωση της Κοκκινιάς. Ο χαρακτήρας αυτού του αστικού προσφυγικού συνοικισμού εξέπεμψε το δεδομένο πρότυπο του μικρασιάτη πρόσφυγα σαν ενός εργατικού στελέχους μιας αναδυόμενης αστικής κοινωνίας ή έναν πετυχημένο και τετραπέρατο επιχειρηματία της Μικράς Ασίας στην ανάπτυξη της νέας Ελλάδας που υπήρξε όντως εντυπωσιακή σε σχέση με την οικονομική ανέλιξη, αφού και μόνο το μέγεθος του πληθυσμού που εισέρρευσε αύξησε το εργατικό δυναμικό και διεύρυνε την εγχώρια αγορά. Ειδικές δεξιότητες και γνώσεις και νέοι βιομηχανικοί κλάδοι δημιουργήθηκαν, όπως η ταπητουργία, η καπνοκαλλιέργεια, η επέκταση και ο πολλαπλασιασμός των παραγωγικών κλάδων της Ελληνικής οικονομίας από τη δεκαετία του 1920 και μετά, πρέπει να αποδοθεί άμεσα στην εισροή των προσφύγων. Οι χριστιανοί της Μικράς Ασίας είχαν ένα πλούσιο ιστορικό παρελθόν, μια μακραίωνη κληρονομιά πριν εκδιωχθούν από την πατρίδα τους. Το κοινωνικό τους περιβάλλον ήταν ποικίλο και πολυσχιδές. Η Αθήνα, που πολλοί πρόσφυγες αντίκρισαν για πρώτη φορά στην Ελλάδα, ήταν μικρή πόλη έδειχνε επαρχιακή, ενώ συνολικά η χώρα παρουσιαζόταν ανοργάνωτη, καθυστερημένη. Η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο επί δέκα ολόκληρα χρόνια, από τους Βαλκανικούς πολέμους και μετά, κι η Αθήνα είχε ελάχιστη εμπορική σημασία. Εκείνη την εποχή τα μεγάλα εμπορικά κέντρα βρίσκονταν στην οθωμανική αυτοκρατορία. Η Σμύρνη ήταν το πρώτο λιμάνι της ανατολικής Μεσογείου. Οι πόλεις στη Μικρά Ασία ήταν κοσμοπολίτικες και πολύβουες. Την αρχική τους ανακούφιση για το ότι είχαν επιζήσει δεν άργησε να διαδεχθεί απογοήτευση από την έλλειψη καλλιέργειας της ντόπιας κοινωνίας στις επαφές τους άρχισαν να διαμορφώνουν αρνητική γνώμη για τους γηγενείς Έλληνες, κάτι που εκείνοι ανταπέδιδαν με βάση όμως άλλα κριτήρια. Οι νεοφερμένοι θεωρούσαν τους ντόπιους στενόμυαλους, αμαθείς και άξεστους στον τρόπο που εκδηλώνονταν και τους συμπεριφέρονταν. Καθώς περνούσε ο καιρός, το πρώιμο αυτό αίσθημα απογοήτευσης έπαιξε σίγουρα σημαντικό ρόλο στη διαδικασία προσαρμογής και στην ανάπτυξη της ξεχωριστής τους ταυτότητας. Παρά το γεγονός ότι γρήγορα βρέθηκαν περιορισμένοι στις κατώτερες βαθμίδες της κοινωνικής και οικονομικής κλίμακας και παρά την πολιτική τους αδυναμία, η εθνική και ηθική ανωτερότητά τους διατηρήθηκε, η πίστη τους ότι ο δικός τους πολιτισμός ήταν ο καλύτερος δεν κλονίστηκε και στήριξε την αυτοεκτίμησή τους σε πολύ δύσκολες στιγμές, για τον μόνο λόγο ότι η προηγούμενη δομή της κοινωνίας τους είχε σχεδόν πλήρως εξαρθρωθεί. Ανέπτυξαν μία συγκροτημένη και γεμάτη ζωντάνια κοινωνική ζωή στις φτωχογειτονιές και παρά τις τρομακτικές δυσκολίες αναδείχθηκε μια κοινωνία με σαφή αίσθηση ταυτότητας και ενεργείς διατυπωμένες αξίες. Ο πολιτισμός 03 04 και η κοινωνική οργάνωση των Μικρασιατών διέθεταν ελαστικότητα και λάμψη καθώς και μια κυριαρχική δύναμη που επέτρεπαν στους ανθρώπους να υπερβαίνουν τις υλικές στερήσεις μέσα στις οποίες περνούσε η ζωή τους. Η σπουδαιότητα της προφορικής τους παράδοσης και κατά συνέπεια της εξάσκησης της μνήμης για έναν πολιτισμό σαν τον δικό τους χωρίς γραπτή παράδοση είναι αυτονόητη για κάθε ομάδα ξεριζωμένων. Στη σημασία των κοινών αναμνήσεων είναι προφανές ότι η μνήμη γίνεται αποφασιστικός δεσμός για την ανασυγκρότηση της ζωής τους, το μέσο της πολιτισμικής τους επιβίωσης, ένα είδος κεφαλαίου, χωρίς το οποίο η ταυτότητά τους θα χανόταν. Η σχέση ανάμεσα στην ταυτότητα και στη μνήμη, ως κοινωνικό και συλλογικό γεγονός, αξίζει να προσεχθεί ιδιαίτερα στην περίπτωση των βίαια εκπατρισμένων λαών, μετά την τραυματική ρήξη που προξένησε εκδίωξή τους. Έγινε γέφυρα σωτηρίας που δημιούργησε το γεμάτο νόημα παρελθόν και τους έδωσε τις κατευθυντήριες γραμμές για να οργανωθούν και να προσαρμοστούν σε ένα καινούργιο τρόπο ζωής, να κάνουν το ξένο περιβάλλον οικείο, να μετατρέψουν τους χώρους σε τόπους, χρησιμοποιώντας τη χαρτογράφηση της περιοχής ως μέσο προσανατολισμού, αποκαθιστώντας κατά αυτό τον τρόπο τα κοινωνικά χαρακτηριστικά των τόπων καταγωγής τους, εκκλησίες με ιερά εικονίσματα, ακόμα και πέτρες που μεταφέρθηκαν από την πατρική γη, στοιχεία που βοηθούσαν στην ανακατασκευή ενός γεμάτου νόημα περιβάλλοντος που αποτέλεσε το μέσο χαρτογράφησης του παρόντος με βάση την τοπογραφία του μέλλοντος. Οι πολιτισμικές αξίες επηρεάζουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό και την ανάπτυξη της χώρας. Τα βιώματα των προσφύγων ως κατοίκων του νεοελληνικού Κράτους τις χρονιές που πέρασαν, οι αναμνήσεις που είχαν από τις πατρίδες τους στην οθωμανική αυτοκρατορία, ο ρόλος της μνήμης στην κοινωνική ζωή είναι πρωταρχικής σημασίας στο πλαίσιο των πολιτισμικών αξιών και πρακτικών. Οι άνθρωποι που ζούσαν στην Κοκκινιά χρησιμοποιούσαν λεπτές διαχωριστικές γραμμές για να διαφοροποιηθούν από τους άλλους και να εδραιώσουν τη δική τους ταυτότητα. «Εμείς οι Μικρασιάτες» έλεγαν για να διαφοροποιηθούν από τους ντόπιους ή τους Έλληνες. Στη γειτονιά της Οσίας Ξένης, γύρω από τη μικρή εκκλησία με τη θαυματουργή εικόνα της Αγίας που είχε μεταφερθεί από τη Σμύρνη κατά την έξοδο, ήταν έντονη η κοινωνική ζωή. Γύρω από την πλατεία υπήρχαν μικρομάγαζα, ταβέρνες, καφενεία, ζαχαροπλαστεία, εκκλησίες και κινηματογράφοι. Τα παιδιά έπαιζαν έξω και ενήλικες συναναστρέφονταν ο ένας τον άλλον στα πεζοδρόμια και στους δρόμους, ιδίως στους χωματόδρομους, δυο-τρεις φορές την ημέρα. Τα καλοκαίρια ξεκινούσαν πούλμαν από διάφορα σημεία της Κοκκινιάς για μπάνιο σε παραθαλάσσιες περιοχές που απείχαν συνήθως μισή ώρα δρόμο με το αυτοκίνητο. Σε συνθήκες μεγάλης οικονομικής δυσπραγίας οι ατομικές επιλογές περιορίζονταν, η έλλειψη χώρου ήταν φανερή. Ετοιμόρροπα ξύλινα μπαλκόνια ξεπρόβαλαν πάνω από τα πεζοδρόμια, προσθήκες και επεκτάσεις καταλάμβαναν τον ακάλυπτο χώρο, μικρά παράθυρα στο επίπεδο του δρόμου, γρίλιες εξαερισμού έδειχναν ότι υπήρχαν υπόγεια δωμάτια, καθιστικά και κουζίνες. Η καθαριότητα, στοιχείο που σχετίζεται με τις πολιτισμικές αξίες του μικρασιατικού κόσμου, ήταν εντυπωσιακή. Η συντήρηση του σπιτιού έπαιρνε πολύ χρόνο και ενέργεια για τις γυναίκες των οποίων η καλή φήμη εξαρτιόταν από την ικανότητά τους στη διαχείρισή του. Δύο φορές τον χρόνο έβαφαν τοίχους και παντζούρια πριν τις μεγάλες γιορτές του Πάσχα και των Χριστουγέννων, ενώ οι πιο επιμελείς ασβέστωναν κάθε λίγες εβδομάδες τα σκαλιά, τις γλάστρες, ακόμα και τους φανοστάτες στις άκρες των πεζοδρομίων. Οι αναμνήσεις από τη Δραπετσώνα της δεκαετίας του 1920 αποτυπώνουν μια πραγματικότητα επιθετική και σκληρή. Ήταν ένα γκέτο, με εγκληματικά στοιχεία, μάγκες και κουτσαβάκια, εργάτες και πρόσφυγες, που μπλέκονταν σε καθημερινούς καβγάδες, μαχαιρώνοντας ακόμη και για ασήμαντη αφορμή, ερωτευόμενοι τα κορίτσια που κρύβονταν πίσω από τη Μάντρα των Βούρλων, έπαιζαν μπουζούκι και έκαναν τραγούδια τους καημούς τους γράφοντας μερικά από τα πιο γνωστά ρεμπέτικα της περιόδου μέσα από τις ιστορίες των θαμώνων στα στέκια και στα καφενεία της περιοχής. Από τα παράνομα μπουζούκια, που μελοποιούσαν τις συμφορές και τα πληγωμένα συναισθήματα, γεννήθηκε και η δοξασία ότι η γέφυρα που ενώνει τον Πειραιά με τη Δραπετσώνα πάνω από τις γραμμές του τρένου, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Διονυσίου, ήταν η γέφυρα του Ρεμπέτη, μιας και για να γίνει κάποιος ρεμπέτης, χρειαζόταν να διασχίσει τη γέφυρα και να επισκεφτεί τους τεκέδες της περιοχής. Σπιτάκια με δυστυχείς κατοίκους με στέγες από σκουριασμένους τενεκέδες που τους έπαιρνε ο αέρας στο πρώτο του φύσημα, μία κουρελού πάνω στην οποία κάθονταν 2-3 παιδάκια ήταν το μόνο μέσο ζεστασιάς γιατί η φωτιά θέλει κάρβουνα και τα κάρβουνα λεφτά. Μελαγχολικές οι φυσιογνωμίες των λιγοστών θαμώνων ενός καφενείου απεικόνιζαν τη δυστυχία. Ο ηλεκτροφωτισμός ήταν καλύτερα να μην υπάρχει για να μην επιδεικνύεται το αίσχος τη νύχτα που οι δυστυχείς κάτοικοί της διέρχονταν. Νύχτες ατέρμονες μες το σκότος όπου επωφελούνταν τα κακοποιά στοιχεία. Στα πρώτα σπίτια δεν υπήρχαν πόρτες αλλά κουρελούδες. Ήταν μποέμικη η Δραπετσώνα, είχε ατμόσφαιρα που δεν τη ζούσες ούτε στο Παρίσι, έβλεπες το γραμμόφωνο να παίζει πρωί-βράδυ και να μην ενοχλεί καθόλου, τη λατέρνα να τριγυρνάει τους δρόμους, τα τηγάνια να φτιάχνουν τους μεζέδες, να περνάς απ' έξω και να λες «τηγανίζει ψάρι η κυρα-Μαρία», να μπαίνεις μέσα, να της μιλάς και να σου μιλάει και αυτή, να βλέπεις την κόρη της, μια κοπέλα που είναι έτοιμη να παντρευτεί και να σου λέει μια κουβέντα, μακριά από τους τύπους και τους κανονισμούς. Οι κοπελίτσες, οι κυρίες έβγαιναν από τα σπίτια τους και έκαναν περάσματα από τα ταβερνάκια με ένα βάδισμα πολύ θηλυκό. Η σημερινή γυναίκα περπατάει με σκυφτό το κεφάλι της και προς μία κατεύθυνση, ούτε αριστερά ούτε δεξιά, δεν την ενδιαφέρει να σαγηνεύσει έναν άντρα. Έχει εξασφαλίσει αυτοδυναμία πλέον, ενώ τότε υπήρχε ο φόβος ότι θα μείνει στο ράφι και κατέβαλλε μεγάλη προσπάθεια να συγκινήσει με ένα περπάτημα που ήταν γεμάτο χάρη και πρόκληση, το καλούμενο σεξαπίλ. Με ψωμί και καμιά φορά πατάτες στον φούρνο κάποια γιορτή, καμιά Κυριακή, μεγάλωναν τα παιδιά αλλά η διασκέδαση, διασκέδαση. Ήταν μια χαρούμενη περιοχή η Δραπετσώνα. Η περιοχή αλλάζει μετά το 1922 και μετασχηματίζεται σε ένα πολυπληθή εργατικό και προσφυγικό συνοικισμό όπου κατοικούσαν οικογένειες με μικρά παιδιά που δεν μπορούσαν να παίξουν δίπλα στα κακόφημα καφενεία ή στα πορνεία. Οι κάτοικοι του συνοικισμού ζήτησαν την απομάκρυνση των πορνείων. 100.000 άνθρωποι και τα παιδιά που στο μεταξύ γεννήθηκαν είχαν ανάγκη βασικών στοιχειωδών πραγμάτων. Οι Αμερικανίδες Κυρίες και οι Καθολικές Καλόγριες, όσο κι αν προσπάθησαν, δεν ήταν εύκολο να απαλύνουν τον πόνο, τις πληγές των σωμάτων και των ψυχών αυτών των ανθρώπων που κάποια στιγμή, μετά από τόσους και τόσους εμπαιγμούς πολιτικών και κομματικών αρχών της εποχής, αποφάσισαν να πάρουν στα χέρια τους τη μοίρα τους. Βρήκαν το κουράγιο να ιδρύσουν σωματεία, συλλόγους, και να αφηγηθούν στις δικές τους εφημερίδες αυτά που γράφτηκαν για τις παραγκουπόλεις του ευρύτερου Πειραιά, όπου φαίνεται από κάποια δείγματα του Τύπου της εποχής ότι θεωρούσαν την έξοδο των προσφύγων της Μικράς Ασίας, έξοδο των αδυνάτων όπου δεν υπήρξε κάποιος Μωυσής να ξεχωρίσει τα νερά και να τους σώσει από τους εχθρούς τους, που δεν τους προστάτεψαν οι ισχυροί άντρες ή απλώς οι άντρες τους που έμειναν πίσω κρατούμενοι των Τούρκων. Ο βαρύς ρόλος τους, να «ξαναφυτέψουν» μια χώρα μέσα σε μια άλλη χώρα, έπεσε στους ώμους των γυναικών, αυτές άντεξαν και κέρδισαν με τον δικό τους τρόπο. Στις προσφυγικές γειτονιές είχε σκόνη, το νερό έλειπε, σε ένα καινούργιο δρομάκι είχαν φυτευτεί μικρά δέντρα που όμως κόντευαν να μαραθούν από τη λειψυδρία. Νερό, νερό, αυτή ήταν η κραυγή των προσφύγων όπου και να πήγαινες. Είχαν έρθει από μία γη γεμάτη νερά στην Ελλάδα που ήταν μία διψασμένη χώρα. Σουβλατζίδικα, κεμπαπτζίδικα, χαλβατζίδικα στεγάζονταν στις ξύλινες παράγκες της Δραπετσώνας ακόμα και σήμερα στις παρυφές της υπάρχουν οι επίγονοι των μαγαζιών αυτών που προσφέρουν τον φημισμένο χαλβά φτιαγμένο με την ίδια μικρασιατική συνταγή. Τα σπίτια της γειτονιάς με τις πολλές γάτες, τους χωματόδρομους και τα παιδιά στον δρόμο να παίζουν, κάποτε επιζούν ως αναμνήσεις, με κάτι στην ατμόσφαιρα που γοητεύει, χωρίς να είναι αξιοθέατο, ούτε μνημείο ούτε αυτό που αντικειμενικά θα έκανε έναν διαβάτη να κοντοσταθεί. Στέκει σαν σκιά ρευστή, σαν ανάμνηση ενός κόσμου που βιώθηκε και χάθηκε. Οι γλάστρες με τα γαρίφαλα και τους βασιλικούς που έβγαιναν από τα όρια της παράγκας κάνοντας κατάληψη στον δρόμο, τα άσπρα κουρτινάκια και τα χρωματιστά σανίδια, αποτελούσαν τα χαρακτηριστικά κάθε προσφυγικής γειτονιάς, έργα των γυναικών κυρίως, που είχαν έρθει εδώ μονάχες οι περισσότερες, φορτωμένες τη φροντίδα γέρων και παιδιών. Τα εργοστάσια σημειώνουν πρόοδο και αναπτύσσονται παράλληλα με τους συνοικισμούς. Ταπητουργεία, εργοστάσια κεραμοποιίας, εργοστάσια βελονών, εριουργίας κιβωτίων, ειδών ζάχαρης, υφαντήρια αναπτύσσονται. Οι εργάτριες στους αργαλειούς και στις χειροτεχνίες ήταν ανώνυμες καλλιτέχνιδες. Πληρώνονταν πολύ λίγο, δεν είχαν πνευματικά δικαιώματα πάνω στα έργα τους, κατείχαν μια τέχνη και αυτό ήταν ένα άλλο είδος ιδιοκτησίας που κανένας δεν μπορούσε να τους το αφαιρέσει. Ο αγώνας της επιβίωσης ήταν η προτεραιότητα και αυτός στερούσε οποιοδήποτε δικαίωμα. Σημαντική απήχηση είχε το Θέατρο Σκιών, ο Καραγκιόζης που παιζόταν μεταπολεμικά στο Κερατσίνι από τον Χρυσοστομίδη, και στο τότε Παλαιό τέρμα της Αμφιάλης. Την εποχή που χτίστηκαν τα σπιτάκια, οι περιοχές του Αγίου Μηνά και του Αγίου Αντωνίου ήταν αλάνες όπου επιτρεπόταν η ρίψη σκουπιδιών. Ξύλα για θέρμανση έκοβαν απ' το Σχιστό. Κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο σκηνές απερίγραπτες διαδραματίστηκαν και δεν είναι λίγοι αυτοί που έφαγαν σκύλους, γάτες, σκαντζόχοιρους και χελώνες. Μόνο οι ελεύθεροι πολιορκημένοι του Μεσολογγίου μπορούν να συγκριθούν με τους ήρωες πρόσφυγες της πόλης του Πειραιά. Οι Μανιάτισσες με τσουβάλια στα πόδια αντί για υποδήματα ξεκινούσαν κάθε πρωί ακολουθώντας την οδό Κυδωνιών, που επονομάστηκε σε Σαλαμίνας για να μαζέψουν κλαδιά. Κάθε προσωπική μαρτυρία αποτελεί μια παραλλαγή της ιστορίας που λέγεται πείνα. Με την είσοδο των Γερμανών στην Ελλάδα άρχισαν να σπανίζουν τα τρόφιμα και τον χειμώνα του '41 ο ελληνικός λαός λιμοκτονεί. Χιλιάδες νεκροί μετρήθηκαν στην Κοκκινιά, Δραπετσώνα, Κερατσίνι και Πειραιά. Όταν καθιερώθηκε το δελτίο του ψωμιού, οι συγγενείς πετούσαν μακριά από το σπίτι τον νεκρό τους, για να μη μαθευτεί ο θάνατός του και χάσουν το δελτάριο τροφής. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, πολλοί κάτοικοι του Κερατσινίου και της Δραπετσώνας πετούσαν τους νεκρούς τους από τη Μάντρα του νεκροταφείου. Ετοιμοθάνατοι στα πεζοδρόμια ξεψυχούσαν αδύναμοι από πείνα, παιδιά τυμπανισμένα από αβιταμίνωση, μαυραγορίτες που αγόραζαν για λίγα ψίχουλα προίκες κοριτσιών. Ξεπουλήθηκαν τότε τα δέντρα που είχαν τα βουνά της σημερινής Αμφιάλης, του Κορυδαλλού και του Περάματος, ξεριζώθηκαν στην κυριολεξία τον φοβερό εκείνο χειμώνα του '41-'42. Η διασκέδαση και οι προσωπικές απολαύσεις περιορίζονταν σε λίγες οικογενειακές εκδηλώσεις με αφορμή την ονομαστική τους εορτή, κάποιο γάμο, ενώ ελάχιστοι ήταν εκείνοι που μπορούσαν τα πρώτα τουλάχιστον δύσκολα χρόνια να γευτούν εδέσματα και να αναζωογονηθούν στην ατμόσφαιρα κάποιας ταβέρνας και αυτοί μόνο άντρες, για τις γυναίκες δεν γινόταν λόγος. Η μακιγιαρισμένη ή στολισμένη, όχι μόνο εθεωρείτο ξετσίπωτη, αλλά έθιγε την τιμή και την υπόληψη του αδελφού και ολόκληρης της οικογένειας. Μονάχα πηγάδια με ύποπτο νερό για να πιουν υπήρχαν, και νερό για να μαγειρέψουν έβρισκαν μόνο από τα βυτιοφόρα που το πλήρωναν με την οκά. Η φτώχεια ήταν η κοινή τους μοίρα. Πολλοί από αυτούς έμεναν σε μικρές παράγκες, σκεπασμένες με κληματαριές και οι δρόμοι σκιάζονταν από πιπεριές. Αυτά τα σπιτάκια είχαν μικρή απόσταση μεταξύ τους και ο ήλιος που έπεφτε πάνω τους ήταν λιγοστός, όμως η κοινωνική ζωή ξαναπήρε τους παλιούς της ρυθμούς και το παραδοσιακό κέντρο της αγοράς επανεμφανίστηκε στη μέση του οικισμού. Τις πρωινές ώρες πλανόδιοι έμποροι με κάθε είδους πραμάτειες ζωντανές κότες, αρνιά, κατσίκες και καρότσια με φρούτα και λαχανικά καταλάμβανα τον χώρο, οι γυναίκες ψώνιζαν για τα σπίτια τους και όταν το εμπόρευμα ήταν ένα ζωντανό το έπαιρναν και έφευγαν περπατώντας δίπλα του. Όμως πριν βραδιάσει, όλα άλλαζαν καρέκλες και τραπεζάκια αντικαθιστούσαν τα καροτσάκια με τα λαχανικά και οι άντρες της γειτονιάς μαζεύονταν να κουβεντιάσουν στην αγορά, γιατί η ζωή εκεί πέρα δεν ήταν δίχως ομορφιά. Οι γυναίκες κεντούσαν και έφτιαχναν καταπληκτικά υφάσματα στον αργαλειό πάνω στα παλιά σχέδια. Η έξοδος της, το νυφοπάζαρο του Κερατσινίου κάθε Κυριακή, αποτελούσε έναν από τους δύο-τρεις περιπάτους, βέβαια πάντα με τη συνοδεία και υπό το άγρυπνο βλέμμα του αδελφού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το φλερτ δεν ευδοκιμούσε, το συνοικέσιο ήταν κανόνας για την ευτυχή κατάληξη. Την Πρωτομαγιά όλοι είχαν την ευκαιρία να ξεχυθούν στις εξοχές. Η ημέρα της Αναλήψεως είχε ιδιαίτερη σημασία, όταν ακόμα τα νερά στον κόλπο του Κερατσινίου και του Περάματος ή στα Βοτσαλάκια και τη Δραπετσώνα ήταν καθαρά, άρχιζε η περίοδος των θαλάσσιων μπάνιων που συνοδευόταν από φαγοπότι στην παραλία. Διασκέδαση θεωρούσαν την παρακολούθηση κάποιας ταινίας στους κινηματογράφους στην Αίγλη, το Παλλάς, με τρεισήμισι δραχμές εισιτήριο. Οι κινηματογράφοι της Δραπετσώνας ήταν η Ανεμώνη, ο Αστέρας, η Τάνια, ο Ορφέας, το Ρεξ ή Τιτάνια. Τα λαϊκά θέματα όπως οι αγώνες πάλης έχαιραν ιδιαίτερης προτίμησης με την απεικόνιση μιας τίγρης που θανατώνεται από τα ατσάλινα μπράτσα ενός παλαιστή, που θύμιζε στους πρόσφυγες το ηρωικό στοιχείο αναφορά στις Χαμένες Πατρίδες. Αυτό όμως που συγκινούσε ιδιαίτερα τον προσφυγικό κόσμο προπολεμικά αλλά και μεταπολεμικά ήταν οι θεατρικές παραστάσεις που δίνονταν αρχικά από τα λεγόμενα μπουλούκια και αργότερα από κάποιους συγκεκριμένους θιάσους. Από τις περισσότερες μέρες σκληρής βιοπάλης μέσα στο έτος, μόνο η Κυριακή έμενε για κάποια βόλτα στον Πειραιά, για κάποιο θέαμα και μεταπολεμικά για κάποια εκδήλωση στην οποία παρίσταται ο Παύλος και η Φρειδερίκη. Ο αγιασμός των υδάτων κατά τη γιορτή των Φώτων συγκέντρωνε την προτίμηση τους. Άνθρωποι αμίλητοι και σοβαροί αντικρίζουν το όραμα μιας καινούργιας ζωής που θεμελίωσαν στην καινούργια τους πατρίδα. Από τους γαλατάδες που πουλούσαν το γιαούρτι τους μέσα σε τσουκάλια, κάτοικους που ασβέστωναν τα σπίτια τους κάθε εβδομάδα από όλες τις πλευρές, παρόλο που οι δρόμοι ήταν αδιάβατοι και σκουπιδότοπος ήταν όλη η περιοχή, με αποχωρητήρια τα οποία σκυλοβρωμούσαν. Ξερότοπος με βουνά και πέτρες ήταν η περιοχή. Άνδρες που είχαν χάσει τις γυναίκες τους, γυναίκες που είχαν χάσει τους άντρες τους, παιδιά που είχαν χάσει τις μανάδες τους. Χιλιάδες ορφανά, ένα πλήθος σκελετωμένο από τα βάσανα και τις κακουχίες σαν σκιές ανθρώπων τυραννισμένων που ανασχηματίζονταν ξανά σε καραβάνια, αφήνοντας τους νεκρούς τους σε ξένα μέρη, για να πάρουν ξανά ποδαρόδρομο τους δρόμους του γυρισμού και τελικά να φτάσουν και να εγκατασταθούν στα χώματα που είχαν ξεκινήσει αιώνες πριν οι πανάρχαιοι πρόγονοί τους. Ο διωγμός νωπός δεν μπορεί να αξιολογηθεί ακόμα προοπτικά, ίσως οι Ελληνίδες νοσοκόμες που έζησαν αυτό τον πόλεμο μπορούν να τον δουν στο σύνολό τους πιο καθαρά, αλλά ο καθένας βλέπει το κομμάτι που τον άγγιξε προσωπικά. Μια νεαρή χήρα με τρία παιδιά που δούλευε στο νοσοκομείο της Κοκκινιάς θυμόταν μονάχα στη φωτιά της Σμύρνης, τη στιγμή που ο άντρας της σκοτώθηκε μπροστά στα μάτια της, την ίδια εκείνη ώρα που γεννιόταν το μικρότερο παιδί της. Βυθισμένοι στον ρόγχο της επιθανάτιας αγωνίας, αντικρίζοντας πεθαμένες γυναίκες να κρατούν παιδιά που κλαίνε και ζητούσαν θηλασμό στις αγκαλιές κάποιων άλλων, αποκρουστικές, σκελετωμένες, μορφές άρρωστες και πεινασμένες, σε έσχατη εξαθλίωση, ζούσαν μια ανυπόφορη κόλαση στα σπίτια που αποτελούνταν από μία κάμαρα ή το πολύ δύο, που το πρωί γινόταν βιοτεχνία, το μεσημέρι κουζίνα και το βράδυ κρεβατοκάμαρα. Το γιογιό άδειαζε σε δημόσια αποχωρητήρια χωρίς πόρτες και παρατημένα στην εγκατάλειψη. Παντού χώμα και σκόνη, μια απίστευτα βρώμικη ατμόσφαιρα από τα λιπάσματα, το τσιμέντο, τα ταμπάκικα και τα ψαράδικα. Η ποιότητα ζωής ήταν υπό του μηδενός και οι πρόσφυγες, γυναίκες και άντρες, ασβέστωναν συνέχεια τους τοίχους και τα υποτυπώδη πεζοδρόμια για να πολεμήσουν τη βρωμιά. Οι συνοικισμοί ήταν μήτρα λαϊκής δημιουργίας, μωσαϊκό αποτελούμενο από σπάνιες ψηφίδες ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές και πορείες, με έντονες πνευματικές ανησυχίες, κοινωνικές αναζητήσεις του μόχθου αλλά και του γλεντιού, του πόνου και της χαράς, του περιθωρίου αλλά και του προσκηνίου. Όταν ακόμα τα μωσαϊκά στα σπίτια ήταν πράσινα στο χολ αλλά στο σαλόνι μαύρα, και τα έλεγαν μαρμαρίνες, υπήρχαν τραπέζια με κόκκινο βελούδινο τραπεζομάντιλο και αλαβάστρινα μπιμπελό, βαριετέ και αναψυκτήρια που οι γονείς πήγαιναν τα παιδιά τους τις Κυριακές κι όπου εμφανίζονταν ως επί το πλείστον λαϊκοί τραγουδιστές για να τους δει κόσμος, που δεν μπορούσε να πληρώσει τραπέζι στα κέντρα. Και δεν τους πείραζε. Μία χαρά περνούσαν και στα αναψυκτήρια. Τις Απόκριες και την Καθαρή Δευτέρα τις γιόρταζαν πάνω σε ένα απέραντο κοινό τραπέζι με τα τραπεζομάντιλα στρωμένα πάνω στα χόρτα, νηστίσιμα και τραγούδια σμυρνέικα στον Όρμο της Ηλεκτρικής, στο Πέραμα ή στα περιβόλια του Ρέντη. Ο Παύλος Νιρβάνας περιγράφει το εικοσιτετράωρο ενός παιδιού από τη Δραπετσώνα του 1924, σαν το Αρμενάκι που κουβαλάει ψώνια το πρωί, μετατρέπεται σε λούστρο την υπόλοιπη μέρα, χορεύει γερμανικούς χορούς το βράδυ στο ξενοδοχείο-μπαρ του Νέου Φαλήρου και φτιάχνει τσιγάρα στην παράγκα του μέχρι τις 4:00 το πρωί που μετά τα πουλάει στις πλατείες, στις γωνίες εκείνες που δεν φτάνει ο αστυνόμος. Ποιητές, όχι όμως από τους συνηθισμένους αλλά του πόνου της φτώχειας και του πάθους, που από επιλογή έζησαν στο περιθώριο της ζωής, με θαύματα στα ανορθόγραφα χειρόγραφά τους, που δεν γνώριζαν πως εκείνα τα χέρια που έπιαναν το χαρτί και το μπουζούκι ήταν άγια. Οι ρεμπέτες εδώ τραγούδησαν, νταραβερίστηκαν, αγάπησαν και εδώ βυθίστηκαν πάλι κάτω από το φουγάρο της εταιρείας ηλεκτροφωτισμού, το Μπαρουτάδικο, ο Μάρκος, ο Δελιάς, ο Μπάτης, ο Παγιουμτζής. Δεν είναι μόνο οι γεωγραφικές συντεταγμένες και η ιστορία τους όπου η κάθε γενιά αφήνει το ανεξίτηλο σημάδι της. Οι ανδρικές φιγούρες που ξεχώρισαν, οι γυναικείες φωνές που τους συνόδεψαν, όταν άναβαν τα φώτα του πάλκου, δημιούργησαν ξακουστά σχήματα, που όλα γνώρισαν τι θα πει Πειραιάς. Υπάρχουν κτήρια που τα νιώθεις ως προέκταση της εμπειρίας σου η έστω της φαντασίας σου. Επιβάλλεται η υπεραξία της παρελθούσης βιομηχανικής επανάστασης σε μια πόλη που θέλησε να αποδεσμευτεί απο το παρελθόν, σήμερα που οι προτεραιότητες έχουν μεταβληθεί. Επιβάλλεται η μελέτη της παλαιότητας των συνοικισμών, της πατίνας των προσόψεως κτηρίων που τυλίγονται με τη σιωπή σε ένα τρόπο μυστηριακό. Η παραγνωρισμένη κτηριακή παρακαταθήκη των δεκαετιών μετά το 1922 με την ιδιαίτερη πύκνωση στις προσφυγικές περιοχές αποτελεί την πολυώροφη υπόγεια πόλη που σε ένα μέλλοντα χρόνο θα πρέπει να σκάψει κάποιος βαθιά για να βρει το ίχνος της η ένα θραύσμα της ύλης της. 100 χρόνια μετά από εκείνη την οδυνηρή εμπειρία για χιλιάδες ανθρώπους, που ξεριζώθηκαν βίαια από τις προγονικές εστίες χιλιάδων ετών και μετεγκαταστάθηκαν σε ένα ξένο και ενίοτε αφιλόξενο περιβάλλον ένας σύγχρονος τρόπος έρευνας λιγότερο επώδυνος συγκινησιακά εισαγάγει πλέον καινοτόμες μεθόδους καταγραφής, σύμφωνα με γεωχωρικές συντεταγμένες του εντοπισμού της ιστορίας των γενεών και της προσφυγικής μετακίνησής τους. Έως και τα τέλη της δεκαετίας του΄70, οι αναζητήσεις συγγενών και προσφιλών προσώπων πραγματοποιούντο μέσω της ραδιοφωνικής εκπομπής του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού. Περνώντας τα χρόνια οι εκπατρισμένοι μεγάλωναν ηλικιακά, έφευγαν, χωρίς οι επόμενες γενιές να διαθέτουν στοιχεία ή διάθεση να συνεχίσουν την αναζήτηση εκείνων που χάθηκαν. Αναζητώντας σήμερα στη βάση δεδομένων του τμήματος πληροφορικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων, μπορεί να αναδομηθούν ιστορίες που αν τις συνδέσουμε θα φανούν πολύ χρήσιμες για το μέλλον. Σαν παρακαταθήκη μαζί με έγγραφα, πιστοποιητικά, φωτογραφίες οικογενειών και βιβλία που αναφέρονται διεξοδικά στην ιστορία. Σε μια δημιουργική χρήση της προφορικής ιστορίας. Στην ανάμνηση αυτά που εμφανίζονται είναι εξίσου σημαντικά με εκείνα που αποκρύπτονται η διαστρεβλώνονται, ιδίως όταν μέσω της αφήγησης και της καταγραφής επεξεργάζεται κάνεις στα τραύματά του ώστε να κοιτάζει στο παρελθόν από μία σκοπιά ουμανιστική αποσκοπώντας περισσότερο στη συμφιλίωση μαζί του παρά στην καταγγελία.
allclientsportfoli
Οι πρόσφυγες του 1922
Updated: Apr 10, 2022
Comments