Είναι κοινή η παραδοχή ότι το πέρασμα του χρόνου επουλώνει όχι μόνο τις σωματικές αλλά και τις πληγές της ψυχής και αμβλύνει τον πόνο, ενώ παράλληλα ο χρόνος γίνεται συμπαραστάτης από αντίπαλος, καθώς συσκοτίζει όσα συνέβησαν. Η μνήμη μόνο μπορεί να διατηρήσει ζωντανά τα πρόσωπα τους τόπους, τα γεγονότα. Η τεράστια επίδραση της μικρασιατικής καταστροφής στη διαμόρφωση της ελληνικής πνευματικής ζωής στα χρόνια του Μεσοπολέμου, αλλά και αργότερα όσον αφορά ιδέες και όνειρα που έτρεφαν προηγούμενες γενιές για την αποκατάσταση του Ελληνισμού, στα πρωταρχικά όρια του Βυζαντινού Κράτους, που κατέρρευσαν μονομιάς τον Σεπτέμβριο του 1922, και μια καινούργια τραγικότητα αντικατέστησε τον χιμαιρικό ρομαντισμό. Η μεγάλη μετοικεσία στο αρχέγονο πάτριο έδαφος ενός πλήθους Ελλήνων, σαν καινούργια ωρίμανση του έθνους, δεν άλλαξαν μονάχα την εδώ κοινωνική σύνθεση, δεν έδωσαν μονάχα ένα πλούσιο φανταχτερό και ζωντανό χρώμα στην καθημερινή ζωή, αλλά συνετέλεσαν βαθιά σε μια πολυεπίπεδη μετατροπή. Οι πρόσφυγες του '22 έφυγαν πια. Παρέα με την αρχοντιά, τη σεμνότητα και τη θεοσέβειά τους, βάλθηκαν όλοι να φύγουν με τη σειρά, για την τελευταία τους πατρίδα. Πήραν μαζί και την πίκρα τους, τις μνήμες και την προσφυγιά τους, για να αράξουν πια, εκεί όπου δεν υπάρχει κανένας πρόσφυγας, κανένας τουρκόσπορος, κανένας τουρκομερίτης. Όλα αυτά τα χρόνια ζούσαν κι αγαπούσαν το εδώ, αλλά λάτρευαν το εκεί. Τα σπίτια τους, τα μαγαζιά τους, τα αμπέλια τους, όλα τα κρατούσαν ζωντανά σ' ένα δικό τους «παράλληλο παρόν», που χωρίς αυτό δεν μπορούσαν στιγμή να ζήσουν. Αυτό τους έτρεφε και τους παρηγορούσε, γιατί ήταν ο δικός τους πλούτος, η δική τους ιστορία. Νοικοκυραίοι, οικονόμοι και εργατικοί, με τα σπίτια και τα κεμέρια τους, αρχοντικά γεμάτα, δεν τους άρεσε να τραβούν την προσοχή κανενός, από σεμνότητα και εξυπνάδα. Δούλεψαν, προόδεψαν, σπούδασαν παιδιά, ανέβηκαν κοινωνικά και κάποτε τους πρόσεξαν, τους αναγνώρισαν και τους δικαίωσαν. Από τουρκομερίτες έγιναν πρόσφυγες, από πρόσφυγες απλά Μικρασιάτες και πολύ αργότερα έγιναν «κύριοι». Όμως τα χρόνια πέρασαν και γέρασαν και μάλιστα πολύ! Και έπρεπε να φύγουν. Έφυγαν από τα σπίτια τους, την πόλη και την καθημερινότητα, αλλά έμειναν στη σκέψη και το DNA των απογόνων τους. Σαν γλυκά κι αγαπημένα φαντάσματα, σε κάτι παλιά ντοκιμαντέρ του '70, όπου μιλούν συγκινημένοι για τα βιώματά τους, τα χρόνια εκείνα τα πικρά. Προσπαθούν να κρύψουν τη συγκίνησή τους από αξιοπρέπεια, κι αυτό τους ανεβάζει στην εκτίμησή μας ακόμη πιο πολύ! Όλοι μοιάζουν μεταξύ τους, αλλά και με τρίτων συγγενείς. Η ίδια προφορά, τα ίδια γκρίζα κουμπωτά ρομπάκια, τα ίδια πρεσβυωπικά γυαλιά με μαύρο σκελετό, οι ίδιες χαλαρές μασέλες, τα ίδια γιλέκα, οι ίδιοι κάτασπροι κότσοι τραβηγμένοι πίσω στον αυχένα χαμηλά, οι ίδιοι χρυσοί σταυροί μπροστά στο στήθος. Δυστυχώς δεν χρειάστηκαν παρά λίγα χρόνια ακραίων εθνικιστικών τάσεων για να καταστρέψουν ζωές ήρεμες σκορπίζοντας τον θάνατο και την ερήμωση. Το αποτέλεσμα του να παντρευτεί το γηγενές ελληνικό στοιχείο σε μια μικρή πονεμένη χώρα με αυτό των χιλιάδων προσφύγων ήταν μια τεράστια αλλαγή για τον τόπο που άλλαξε τη δομή των πόλεων και του πολιτισμού. Τώρα πέθαναν όλοι, αλλά εκεί ανάμεσα από στρώσεις διαδοχικής μνήμης που αφορούν ζητήματα κομβικά της ζωής, τα οποία αποσύρονται στη λήθη και εμφανίζονται συνειρμικά πού και πού, σαν αντήχηση μιας ακίνητης παραμυθένιας ζωής που κατασκεύασαν και παρέδωσαν, για να καλύψει την κατακερματισμένη και με χάσματα πραγματική ζωή, αναπότρεπτα θα αντανακλάται και στον λόγο γύρω από αυτή. Η εικόνα της αλλοτρίωσης, της απόλυτης αποξένωσης από τα σπίτια τους, τους τοίχους και τα παράθυρα, τα είδαν στο αεράκι που κλείνει τα παραθυρόφυλλα, το τραπέζι με το βυσσινί τραπεζομάντιλο, τον θόρυβο της εξώπορτας, τη μυρωδιά του φαγητού που ψηνόταν, την αθόρυβη προσοχή της μητέρας. Την πατρίδα τους την πήραν μαζί τους, δεν Ε βρίσκεται περνώντας τα κατώφλια των σπιτιών που άφησαν. Καθόλου. Η προσφυγιά, η ανέκφραστη από την αντοχή στη δυστυχία όψη τους, αποτυπώθηκε στις φωτογραφίες των προσφυγικών βιβλιαρίων, που όμως έκρυψαν προσεκτικά για να μη βρεθούν αργότερα. Το προσφυγικό ζήτημα δεν έληξε το 1930 και δεν έχει λήξει μέχρι σήμερα. Είναι ένα ζήτημα που άλλαξε την πορεία της Ελλάδας και άφησε ανεξίτηλο σημάδι, το οποίο κουβαλάει τις μνήμες εκατοντάδων χιλιάδων ανθρώπων που άφησαν πίσω ό,τι γνώριζαν και ξεκίνησαν μια νέα ζωή από το μηδέν. Οι ιστορίες αυτών των ανθρώπων είναι η ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, ιστορία που σώζεται και καταγράφεται μέσα από τα λόγια των ίδιων αυτών των ανθρώπων που την έζησαν. Φωτογραφίες και έγγραφα αποτυπώνουν σήμερα μία από τις σημαντικότερες και τραγικότερες στιγμές του σύγχρονου ελληνικού κράτους στο Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών, στα Γενικά Αρχεία του Κράτους, σε ιδρύματα και συλλογές. Για να επιβιώσουν στην Ελλάδα, χρειάστηκε να ανακατασκευάσουν την κοινωνική τους οντότητα, να επανεκκινήσουν από μηδενική βάση και κάποιες φορές να απαλλαχθούν από τον κοινωνικό στιγματισμό, συχνά να απαρνηθούν στοιχεία της προσωπικής τους ταυτότητας, όπως η κατάληξη -ίδης και -όγλου στο επώνυμό τους. Η ιδιαίτερη πατρίδα τους, σταδιακά, εξαφανίστηκε από τα δημόσια έγγραφα και τα βιβλία των δήμων και αντικαταστάθηκε το «Μικρά Ασία» και το «Τουρκία». Οι συνθήκες φυγής και επιβίβασης στα πλοία ήταν τέτοιες, ώστε το μεγαλύτερο ποσοστό από αυτούς δεν είχε έγγραφα ταυτοπροσωπίας. Ο σύλλογος καταγωγής τους ήταν το επίσημο νομικό όργανο που με κάποιες διαδικασίες ενώπιον μαρτύρων εξέδιδε αυτά τα έγγραφα. Ο γέγονε, γέγονε. Το βέλος του χρόνου είναι πάντα παρόν και οι σημερινές γενιές, αν θέλουν, μπορούν να διαβάσουν, να στοχαστούν και να αναστοχαστούν, να αναγνωρίσουν τ' αποτυπώματα της τραγωδίας στη ζωή της οικογένειάς τους και τον κοινωνικό τους χώρο. Mε ευρύτητα αντίληψης, ανοιχτό μυαλό και βέβαια ιστορική γνώση. 100 χρόνια μετά, όλοι έχουν μιλήσει. Και οι πρωταγωνιστές της εποχής αλλά και οι σύγχρονοι ιστορικοί που, βασισμένοι στα ανοιχτά πλέον αρχεία, έχουν κάνει την αποτίμηση. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ακόμα και σήμερα δεν συνεχίζει η ιστορία τους να επηρεάζει τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα. Έχει αφήσει σημάδια παντού και σε συλλογικό επίπεδο. Αναφερόμαστε στη μεγαλύτερη περιπέτεια του ελληνικού έθνους, τη σύγχρονη εποχή, πολλές φορές χωρίς να το γνωρίζουμε. Και τα σημάδια αυτά θα μείνουν για πάντα. Μπορεί να γοητευόμαστε από τα ρεμπέτικα, αλλά δεν θα είχαν αυτή την άνθηση αν δεν είχε καεί η Σμύρνη. Θα είχαμε χάσει την ευδαιμονία των γεύσεων. Η λογοτεχνία θα είχε χάσει τον Σεφέρη, τον Μυριβήλη και τον Βενέζη, η αρχιτεκτονική και η ζωγραφική τον Κόντογλου και τον Σικελιώτη. Το μπόλιασμα των γηγενών με το νέο και δυναμικό αίμα των κατατρεγμένων έφερε την αναγέννηση της δημιουργικότητας και έδωσε μια μεγάλη ώθηση στην οικονομική πρόοδο. Όταν λοιπόν μιλάμε για τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ερχομό 1,5 εκατομμυρίου προσφύγων, δεν δείχνουμε με το δάχτυλο κανένα. Στη συλλογική μνήμη αναφερόμαστε. Ο χρόνος επούλωσε τις πληγές. Το μεγάλο χωνευτήρι εξομάλυνε πολλά. Οι επιμιξίες και οι διασταυρώσεις έδωσαν το νέο αίμα. Η επαφή με άλλα ήθη και έθιμα έδωσε διαφορετικούς τρόπους ζωής. Η νέα ελληνική αστική κουζίνα είναι κλασικό παράδειγμα. Από την ιστορία αυτή ο καθένας παίρνει ό,τι θέλει. Δεν μπορεί όμως να ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει ιστορία. Το μέλλον είναι μπροστά και ζούμε το παρόν. Ευτυχώς. Τα παιδιά στον 21ο αιώνα έχουν άλλα οράματα και ελπίδες. Το 1922 τούς φαίνεται παρελθόν. Όμως όλοι μας εμπεριέχουμε τους προγόνους μας και ο αταβισμός είναι πάντα παρών. Αρκεί να μπορούμε να τον αναγνωρίσουμε. Κι από την άλλη πλευρά, το αέναον και χαίνον τραύμα. Το πένθος και η άρνηση της προσαρμογής, η συμφιλίωση με το παρελθόν. Η αποφυγή του πόνου, όσο και λογική να ακούγεται, κλείνει δρόμους για την αυτοπραγμάτωση και την ευτυχία. Το αίσθημα της στέρησης, η ξεθωριασμένη θύμηση για το σπίτι, τον τόπο που αισθανόμαστε δικό μας, και παραμένουν ζωντανά στον μέσα μας κόσμο για να τα χάσουμε την επόμενη στιγμή στον έξω κόσμο της πραγματικότητας, είναι χαρακτηριστικές ψυχολογικές καταστάσεις ατόμων που υπήρξαν πρόσφυγες. Ο πόνος για την απόσταση που χωρίζει από κάτι που μας είναι πολύ οικείο, αλλά που συνάμα δεν μας ανήκει πια, όπως όταν συναντάμε ένα παλιό αγαπημένο πρόσωπο που δεν ξεχάσαμε ποτέ, αλλά που και αυτός και εμείς είμαστε δεμένοι με άλλους. Η ιδιωτική συγχώρεση είναι μια αποκλειστικά προσωπική διαδικασία, κανείς δεν μπορεί να συγχωρέσει για λογαριασμό αλλού, μόνο το θύμα έχει το ηθικό δικαίωμα να συγχωρέσει. Η συγχώρεση αφορά πράξεις που δεν έπρεπε να γίνουν και δεν μπορούμε να τις ξεχάσουμε, η συγχώρεση αφορά το ασυγχώρητο. Εκείνος που συγχωρεί δεν ξεχνά, δεν εγκρίνει την πράξη που έγινε, ούτε θα την εγκρίνει στο μέλλον. Θεωρεί αίτιο τον υπεύθυνο, αλλά η τραυματική του μνήμη επουλώνεται όταν παρέχει στον ένοχο τη δυνατότητα μιας νέας αρχής. Πώς επηρεάζει το τραύμα μακροπρόθεσμα μια κοινωνία στην ένταξη και προσαρμογή των προσφύγων στον καινούργιο τόπο; Σήμερα δεν υπάρχει πρωτογενές προσφυγικό τραύμα αλλά δευτερογενείς επιδράσεις του αρχικού πρωτογενούς τραύματος της πρώτης γενιάς. Η ιστορική αλλαγή που έχει συντελεστεί στον δυτικό κόσμο σχετικά με την αντίληψη της ευάλωτης φύσης του ανθρώπινου σώματος και του ψυχισμού του καθώς και η πεποίθηση ότι ο άνθρωπος δεν πρέπει να υποφέρει. Τραυματισμένοι στρατιώτες που δεν ήθελαν να γυρίσουν ξανά στο μέτωπο, έχοντας πάρει μέρος σε αιματηρές μάχες, θεωρούνταν δειλοί. Σεξουαλικά κακοποιημένες γυναίκες θεωρήθηκαν ατιμασμένες στη μεταπολεμική κοινωνία, γυναίκες που ήταν θύματα σεξουαλικής εκμετάλλευσης θεωρούνταν ένοχες και ανήθικες. «Το κοινωνικό βλέμμα επηρέαζε την αυτοαντίληψη του προσώπου επιβαρυντικά», αναφέρει καθηγήτρια κλινικής ψυχολογίας Λίμπυ Τατά Αρσέλ. Στην Ελλάδα οι Μικρασιάτες για απόδειξη της προσφυγικής ιδιότητάς τους έφεραν κρατική ταυτότητα, η οποία ήταν προϋπόθεση για να λάβουν βοήθεια. Στην Τουρκία αντίθετα δεν ενισχύθηκε καθόλου η προσφυγική ταυτότητα των ανθρώπων, που είχαν επιβεβαιωθεί η είχαν ανταλλαχθεί, ήταν Τούρκοι και έπρεπε να αισθάνονται όλοι Τούρκοι από την πρώτη στιγμή. Τι θέση έχει στον ψυχισμό των μελών της οικογένειας η μικρασιατική καταγωγή, ποιες αλλαγές στον τρόπο που βιώνουν τις μικρασιατικές εμπειρίες κατά τη διάρκεια της ζωής τους οι δύο επόμενες γενεές και τι είδους μετασχηματισμούς του τραύματος της μικρασιατικής καταστροφής βρίσκουμε από τη μία γενιά στην άλλη; Κανένας άνθρωπος δεν θέλει να βιώνει τον πόνο, τον αποφεύγει. Χρειάζεται ηθική δύναμη για να αντέξει κάποιος τον ψυχικό πόνο ενός οικείου προσώπου. Ως άνθρωποι δεν μπορούμε να εξελιχτούμε συναισθηματικά και πνευματικά χωρίς να αντιμετωπίσουμε τον πόνο, δεν θα φτάσουμε ποτέ στην ωριμότητα χωρίς αυτόν. Η αφύπνιση θαμμένων συναισθημάτων μπορεί να συμβεί και στους απογόνους προσώπων που έχουν πληγεί με πρωτογενές τραύμα, οι τραυματικές εμπειρίες είναι πολύ δύσκολο να ονομαστούν. Η μνήμη της τραυματικής εμπειρίας είναι πάντα αμφίθυμη, θέλουμε να ξεχάσουμε, αλλά δεν μπορούμε. Τα λόγια ίσως λείπουν, οι εικόνες όμως κυριαρχούν στον ξύπνιο και στον ύπνο. «Στο δύο φορές ξένος» ο Άγγλος δημοσιογράφος Μπρους Κλαρκ, που έχει εντρυφήσει σε βάθος το θέμα της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, καταγγέλλει τις ελληνικές και τουρκικές καθεστωτικές πολιτικές που εμπόδισαν τους προσφυγικούς πληθυσμούς να αισθάνονται όσα αισθάνονταν. Μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας υπάρχουν σαφείς αποδείξεις του επώδυνου τρόπου με τον οποίο η ανταλλαγή πληθυσμών διαστρέβλωσε τη ζωή τους, τη δυνατότητα των ανθρώπων να κατανοούν ποιοι είναι. Το ταξίδι του γυρισμού στον τραυματικό τόπο έχει διαφορετική σημασία στην πρώτη γενιά από ό,τι στις επόμενες γενιές, που λαμβάνει μυθικές, τρομακτικές διαστάσεις στη μνήμη του πρωτογενούς τραυματισμένου. Ποτέ δεν υπήρξε τυχαία η χρονική στιγμή κατά την οποία ο τραυματισμένος επιθύμησε να δει τον τόπο που γεννήθηκε, είναι το αποτέλεσμα εσωτερικών διαδικασιών και συχνά συμβαίνει σαν προετοιμασία για τον θάνατο. Εκείνο που ουσιαστικά επιθυμεί ο τραυματισμένος, όταν ταξιδεύει στον χώρο και στον χρόνο, είναι να περισυλλέξει το κατακερματισμένο του εγώ, να συνδέσει το τώρα με το τότε, να ξανανιώσει πάλι ολόκληρος. Το σώμα παίζει μεγάλο ρόλο. Το τραύμα έχει πάντα μια πατρίδα, ένα χωριό, ένα σπίτι, ένα πεδίο μάχης, ένα στρατόπεδο, μια χώρα. Ο τραυματισμένος ξέρει συνειδητά ή υποσυνείδητα ότι μόνο αν βρεθεί σωματικά στον συγκεκριμένο τόπο, θα μπορέσει να κινητοποιήσει ένα υποσυνείδητό ρεύμα, θα μπορέσει να ξαναγυρίσει στα αρχικά συναισθήματα, να συνδέσει το πρόσωπο που ήταν κάποτε με το πρόσωπο που είναι τώρα. Ενώ η ιδιωτική μνήμη ξεγελιέται, η σωματική μνήμη δύσκολα πλανάται. Η αμφιβολία που κυριεύει ανθρώπους που επιστρέφουν στον γενέθλιο τόπο και ανακαλύπτουν ότι με το να κάνουν κινήσεις που συνήθιζαν στο παρελθόν, όπως το πέρασμα σε μια πόρτα, η επίσκεψη σε μια αυλή, μια πλατεία ή ένα βουνό ή στη θάλασσα που αντίκριζε τότε, επιφέρει μια ένωση μεταξύ του τότε και του τώρα. Όταν καταφέρει να επιστρέψει, η μνήμη του δίνει ζωή στα άψυχα, συμπληρώνει και ξαναχτίζει το σπίτι που λείπει, γεμίζει το άγονο χώμα με σπαρτά, ακούει τις φωνές των παιδιών στο σχολείο και δημιουργεί τον σύνδεσμο μεταξύ του τότε και του τώρα. Αυτή η δημιουργία του συνδέσμου τον βοηθά να ανακτήσει τη συνέχεια που έχει χάσει. Μέλη της δεύτερης γενιάς στην Ελλάδα εκφράζουν αγάπη, νοσταλγία και πάθος για τις Χαμένες Πατρίδες που αναβιώνουν ακόμα και σήμερα σε ομιλίες σε βιβλία και σε γραπτά. Υπάρχουν κείμενα εντυπωσιακά με φορτισμένο συναισθηματισμό όπως της Βασιλικής Ράλλη από τη Μυτιλήνη που έχει αναφέρει «Η ζωή μου ολόκληρη είναι μια συνεχής μαρτυρία της μικρασιατικής καταγωγής μας, σε κάθε μικρή ή μεγάλη ευκαιρία που μου παρουσιάζεται. Στα αγιασμένα χώματα η γη αυτή της επαγγελίας, ποτισμένη με ιδρώτα και αίμα ελληνικό, σπαρμένη από τα ιερά κόκαλα χιλιάδων μαρτύρων και ηρώων, έκρυψε στα έγκατά της τόσα κορμιά Ελλήνων, αδίκως σκοτωμένων». Ο μυθικός τόπος και ο χρόνος, οι λέξεις Μικρασία, Μικρασιάτες, Μικρασιάτισσα απέκτησαν μυθικές διαστάσεις με τον χρόνο, σαν ένα μέρος με πολλά χρώματα, ευτυχία, χυμένο αίμα, δάκρυα και γεύση γλυκόπικρη. Η ιστορία, οι αναμνήσεις λειτουργούν σαν υπόγειες διαδρομές που συγκοινωνούν κατευθείαν με το τραύμα. Η ιστορία μάς δείχνει πως όταν μια οικογένεια βρίσκεται σε απόγνωση, η ατομική επιλογή κάθε μέλους ξεχωριστά έχει μεγάλη σημασία για την επιβίωση του συνόλου. Στις τραυματικές καμπές στις αφηγήσεις του εγώ, το θύμα δεν παρατηρεί τον εαυτό του στο παρελθόν, αλλά βιώνει το παρελθόν σαν παρόν και μεταφέρει τον εκλιπόντα γονέα ή παιδί σε ένα άχρονο τώρα. Οι εικόνες που ξεπηδούν είναι φορτισμένες με δυνατά συναισθήματα, έχουν επαναληφθεί ξανά και ξανά στις διηγήσεις και έχουν χαραχτεί στη μνήμη ανεξίτηλα. Οι αφηγήσεις δεν περιορίζονται στους συνειρμούς σχετικά με τα γεγονότα, περιλαμβάνουν και μια παρουσίαση του προσωπικού κόσμου που περιέχει αποσιωπήσεις ερμηνείες παραλείψεις, ίσως και ανακρίβειες. Δεν χρειάζονται οι εστίες ανάφλεξης στον κόσμο. Η περίπτωση των Μικρασιατών προσφύγων στην Ελλάδα μάς επιτρέπει να δούμε τι είδους ζωή περιμένει τους ανθρώπους όταν βρεθούν ξένοι σε έναν τόπο. Η συμβολή των Μικρασιατών στη διαμόρφωση της νεότερης Ελλάδας υπήρξε ανυπολόγιστη, χρέος μας είναι να διατηρήσουμε ζωντανή τη μνήμη αυτών των ανθρώπων, γιατί μας κληροδοτούν πολύτιμα διδάγματα σε αυτούς τους ταραγμένους καιρούς. Έζησαν τον τραγικό ξεριζωμό από την πατρική γη, πριν από πολλές δεκαετίες, και μας μεταδίδουν σήμερα πολύτιμα διδάγματα. Αναμφισβήτητα, οι εμπειρίες τους συνδέονται άμεσα με την κατάσταση στην οποία βρίσκονται δεκάδες εκατομμύρια ξεριζωμένοι, έναν αιώνα μετά.
allclientsportfoli
Επώδυνες μνήμες στη δίνη του χρόνου
Updated: Apr 10, 2022
Comments