Η φωτογραφική καταγραφή για τη μνήμη και τις νέες αναγνώσεις της Ιστορίας ενόψει της συμπλήρωσης των εκατό ετών από τη Μικρασιατική Καταστροφή, την άφιξη στην Αττική και την ενσωμάτωση των ελληνικών πληθυσμών, που αφορά τα κτίσματα που παραμένουν σχετικά άθικτα από την ανθρώπινη παρέμβαση, ώστε να υποδηλώνουν την ιστορία τους, λίγο πριν τη βέβαιη εξαφάνιση τους, είναι ένα σημαίνον γεγονός.
Η καταστροφή του καλοκαιριού του 1922 ήταν, όπως κάθε μεγάλη τομή στην ιστορία, ένα μωσαϊκό ψηφίδων, που συνθέτουν ένα δραματικό όσο και γοητευτικό περιεχόμενο. Η ευρεία ταυτότητα της πόλης ορίζεται αρχικά από τη δημιουργία του Κράτους του 1821, και σε συνέχεια απο τα τραγικά συμβάντα της Μικρασιατικής Καταστροφής και την εγκατάσταση ενός και πλέον εκατομμυρίου προσφύγων, στοιχείου καθοριστικού για τη μεγάλη κοινωνική και πολιτισμική εξέλιξή της. Η άφιξη και η εγκατάσταση χιλιάδων προσφύγων αποτέλεσε το σημείο τομής στην οικιστική εξέλιξη. Στους δρόμους των νεοσύστατων τότε συνοικισμών δόθηκαν ονόματα πόλεων και οικισμών της Μικράς Ασίας όπως Προύσσης, Καισαρείας, Λαοδικείας, Μαγνησίας, Εφέσου, Ιωνίας, Ατταλείας, Κυδωνιών. Πλούσια δε πληροφοριών και σχεδόν απείραχτα κρατούν τα σπίτια σε κάποιους συνοικισμούς. Η καταγραφή της εναπομένουσας κτηριακής ιστορίας σήμερα είναι καθήκον και σημαντικό εργαλείο για το μέλλον. Οι εργατικοί πληθυσμοί, οι γειτονιές και οι πόλεις που δημιούργησαν αλλά και οι συνθήκες των σπιτιών τους βρίσκονται στο επίκεντρο των σύγχρονων μελετητών όπως γίνεται με την εργατική Γλασκώβη ή το κόκκινο παριζιάνικο προάστιο Μπομπινύ. Η λειτουργία της βιομηχανικής ζώνης και η ανάπτυξη του μεγάλου λιμανιού της Αττικής προς τα Δυτικά καθόρισε τον μεγαλύτερο όγκο οικιστικής επέκτασης στην Αττική στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα. Η μεγάλη πομπή των θλιμμένων και των αστέγων, τουρκοκυνηγημένων και θαλασσοδαρμένων ναυαγών της Ανατολής όπως περιγράφηκε από τις εφημερίδες της εποχής είναι εκτός από ιστορία των πόλεων, του έθνους, και η ιστορία της ανθρωπότητας. Οι πρόσφυγες της Μικράς Ασίας, χωρίς να εκμεταλλευθούν προς ίδιον όφελος το εργατικό δυναμικό τους, έβγαλαν την ελληνική οικονομία από τον λήθαργό της και την ώθησαν σε κρίσιμες αναδιαρθρώσεις. Στα παραπάνω είναι αναγκαίο να συνυπολογιστεί και η πολιτισμική τους προσφορά, ως τόνωση της πνευματικής ζωής και διαμόρφωση μιας νέας ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας. Ωστόσο, σε μια ψυχρή ιστορική αποτίμηση, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας ότι σε κοινωνικό επίπεδο οι μαζικοί θάνατοι από την εξαθλίωση, τις κακουχίες και τις ασθένειες, η ψυχολογική αναταραχή, οι άθλιες συνθήκες εργασίας και οι προσωπικές απώλειες δεν μπορούν να εξισορροπήσουν ως ανταλλάγματα τις όποιες οικονομικές ή πολιτισμικές ωφέλειες.
Οι πρόσφυγες, ένα μωσαϊκό αποτελούμενο από σπάνιες ψηφίδες ανθρώπων του μόχθου αλλά και του γλεντιού, του πόνου αλλά και της χαράς, του περιθωρίου αλλά και του προσκηνίου, προσπάθησαν να επαναφέρουν στη ζωή τους τις συνήθειες που είχαν στους γενέθλιους τόπους τους και παρά τη φτώχεια και τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης δεν λησμόνησαν ούτε τη διασκέδαση, ούτε τον αθλητισμό, ούτε την κοινωνικότητα που τους διέκρινε. Με αυτούς τους τρόπους ζωής τους άφησαν ίχνη συνοικισμών, γοητευτικές σκηνογραφίες με την πατίνα του χρόνου πάνω τους που στέκονται σιωπηλά και περιμένουν επισκέπτες που ποτέ δεν έρχονται. Οι φωτογραφίες από το οδοιπορικό συνδέονται με τον βίο και τη διαδρομή των συγκεκριμένων περιοχών, με τις ρίζες και τη μεταβολή του οικοσυστήματος μέσα στον χρόνο. Οι αμέτρητες ιστορίες από τους τυχερούς πολίτες των συνοικισμών που επέζησαν, η ψυχική οδύνη τους, σαν συγγενείς αγνοουμένων, που δεν γνώριζαν την τύχη των δικών τους ανθρώπων για χρόνια, που τους έψαχναν διαμέσου του Ερυθρού Σταυρού, μη θέλοντας να αποδεχθούν το προφανές, συμπληρώνει η καθεμιά μια διαφορετική πολύτιμη ψηφίδα στον ελληνικό πολιτισμό. Δεν υπάρχει στα έργα του Ομήρου σελίδα που να είναι τόσο συναρπαστική όσο έπος του σύγχρονου λαού. Η κατάσταση έκτακτης ανάγκης, που αφορούσε την αιφνίδια εισροή ενός πρόσθετου πληθυσμού, που είχε ανάγκη άμεσης περίθαλψης και στη συνέχεια μόνιμης αποκατάστασης υπήρξε πρόκληση προς τον ανθρωπισμό και την ευρηματικότητα της Ελλάδας. Οι πρώτοι πυρήνες όσων διοίκησαν και σχεδίασαν την πόλη συνειδητοποίησαν νωρίς, μετά τα μέσα του 19ου αιώνα, ότι συντελούνταν στην Ευρώπη μια κοσμογονική αλλαγή. Η εκβιομηχάνιση και η καλπάζουσα αστική ανάπτυξη έσπρωξαν την πόλη προς αυτή την κατεύθυνση. Κανείς δεν προέβλεψε όμως τα μεγέθη της πληθυσμιακής ανάπτυξης, την αλληλουχία πολέμων, την εκδίωξη πληθυσμών, τη συνεχή ροή προσφύγων. Οι κτηριακές υποδομές αποτελούν όχι μόνο ιστορικά τεκμήρια και σημεία αναφοράς της συλλογικής μνήμης, αλλά και σπίτια κτισμένα σε ανθρώπινα μέτρα, με κύριο στοιχείο τη διατήρηση της κοινωνικότητας στις γειτονιές, στοιχείο που λείπει από όλες τις μεγάλες πόλεις ανά τον κόσμο. Ως προς την τυπολογία, έχουν έναν δικό τους ιδιαίτερο χαρακτήρα, που είναι αμέσως αναγνωρίσιμος και προσφιλής. Ως προς τη μέθοδο κατασκευής είναι ενδεικτικά τηςεποχής του Μεσοπολέμου, όσον αφορά τις μέτριες κατασκευές και όχι τις πολυτελέστερες. Αν χαθούν, θα χαθούν μαζί και οι μνήμες, οι άνθρωποι, οι κοινωνικές δομές, οι γειτονιές, τα έθιμα. Στέκουν με τα κουφάρια τους, σαν κινηματογραφικό σκηνικό, αποστάτες μιας καθημερινότητας αφημένα ως παρακαταθήκη στις επόμενες γενιές και μεταφορείς της αίσθησης της καθημερινότητας που έχει παντελώς εκλείψει και αντικατασταθεί από κάποια άλλη σαν μία άσκηση αυτοβιογραφική, μια σπουδαία κοινωνική παρακαταθήκη, σαν μια διά βίου εκπαίδευση στην τέχνη της παρατήρησης και στην εξ αυτής συνειρμική δύναμη. Αυτές οι φωτογραφίες είναι αποτέλεσμα ενός οδοιπορικού αισθητικής στον ευρύτερο αττικό χώρο, και συνδέονται με τον βίο, την αυτοεπιβεβαίωση και τη διαδρομή των συγκεκριμένων περιοχών με τις ρίζες και τη μεταβολή του οικοσυστήματος μέσα στον χρόνο και πιθανότατα με τη φωτογραφία ως τέχνη. Χαρές, γιορτές και λύπες έχουν χαθεί μαζί με τις ατμόσφαιρές τους.
Η πατίνα του χρόνου εμβαθύνει στη μνήμη των πόλεων, αποτελεί τεκμήριο μιας εποχής, αντανακλά το κοινωνικό επίπεδο της περιοχής όπως διαμορφωνόταν σταδιακά μετά το 1920 και την απροσμέτρητη βία της ιστορίας που υπήρξε και διαπροσωπική ανάμεσα στα έθνη και στα κράτη, ανάμεσα σε κάθε μέλος έστω και μικρό και αποδεδειγμένα ανίσχυρο. Σπίτια εγκαταλελειμμένα με κήπους ή εισόδους που μας θυμίζουν στρώσεις από ζωές μικρές, που αξίζει να δούμε μέσα από την πόρτα που έχει μείνει μισάνοιχτη, γιατί δεν έχουν τίποτα υλικό πλέον να δώσουν. Στέκονται ακόμα στο ίδιο σημείο να τα κτυπά το ίδιο αεράκι της θάλασσας του Αιγέα, παραμένουν σκιές ρευστές, αναμνήσεις ενός κόσμου που βιώθηκε και χάθηκε. Είναι τόποι που τραγουδήθηκαν όσο τους άξιζε με πολλούς βίαιους αποχωρισμούς. Ένας Δέλιας στη Δραπετσώνα, ένας Γούναρης στο Μαρούσι. Οι πρόγονοι έφυγαν χωρίς κανένα δικό τους άνθρωπο να τους υποστηρίξει σε έναν βασικό αλλά και δύο ακόμα επιμέρους πολέμους. Η παρουσία της απουσίας πλήττει την ύπαρξη, δημιουργεί συνειρμικά πρόσθετες απώλειες, αποτυπώνει, συμφιλιώνεται ή επιτίθεται στη μνήμη, ή βιώνεται ως αποτέλεσμα ήττας. Αυτοί που έφυγαν έχουν πάψει να αποτελούνται από σάρκα. Ωστόσο, η απουσία τους οριστική, καθοριστική, αμετάκλητη είναι συχνά μια συγκαλυμμένη παρουσία. Ο ψίθυρος του ίχνους, εκατό χρόνια μετά, γίνεται κραυγή επιθυμίας για τη ζωή των απογόνων και την επιδραστική εύρεση των πατρογονικών ριζών, πιο επιτακτική σήμερα από άλλοτε. Στα ξέφωτα του αστικού ιστού, στις σκεπασμένες γωνίες τους από κλώνους συκιάς ή μουριάς, άνθη λεμονιάς ή πορτοκαλιάς, στεγνό χώμα ή βρεγμένο τσιμέντο, αντανακλάται η δύσκολη ζωή που κανείς δεν νοσταλγεί πάρα μόνο γιατί τη συνδέει με πρόσωπα αγαπημένα και προγονικές εστίες. Τα εναπομείναντα κτήρια διαθέτουν πολλά επίπεδα νοημάτων, καθώς κουβαλούν μαζί με τα της ανέγερσής τους και όλες τις μετέπειτα επεμβάσεις. Συνιστούν «μεταφυσικές πύλες» για όσους έχουν μάτια να τις δουν, καθώς συνιστούν τομή στον χρόνο και δεν υπάγονται στην κανονική και χρηστική καθημερινότητα. Συνιστούν επίσης μια σπάνια, πολύτιμη περιουσία. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κάθε καταστροφή μνημείου ισοδυναμεί με μια νέα «μαύρη τρύπα» στον πολιτισμό της ανθρωπότητας, μια συνολική δε καταστροφή θα δημιουργούσε μια έρημο, μια tabula rasa, ως ιδανικό υπόβαθρο του πιο σκληρού ολοκληρωτισμού, τύπου Όργουελ. Χωρίς να συμπεριλαμβάνονται στα αξιοθέατα ή στα μνημεία με την κοινή έννοια, στέκουν σαν σκιές και ρευστές αναμνήσεις ενός κόσμου που βιώθηκε κι έκλεισε, σε μια ερμητική αίσθηση παλαιότητας. Βρίσκονται πολύ κοντινά στο συναισθηματικό σύμπαν μιας καθοριστικά μεταιχμιακής γενιάς που βλέπει τη μεταπολεμική Αττική με αισιόδοξα ερευνητική ματιά, και με πολλή αγάπη σκύβει πάνω στην τομή, ύμνο της νεωτερικότητας που της παραδίδεται, αγνοώντας συνειδητά το χάος οποιουδήποτε λάθους, με πόθο να υμνήσει το πολύ κοντινό της χθες: αυτό της μίας μόνον εκατονταετηρίδας.
Comments